- σαρακοφαγωμένος
- -η, -ο, Νδιαβρωμένος, φαγωμένος από το σαράκι («σαρακοφαγωμένα ξύλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικο-φαγωμένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρακοφαγωμένος — η, ο αυτός που φαγώθηκε από σαράκι: Σαρακοφαγωμένο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριπώδης — θριπώδης, ες (Α) [θριψ] σαρακοφαγωμένος … Dictionary of Greek
σαρακιάζω — Ν [σαράκι] (αμτβ.) 1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, η, ο σαρακοφαγωμένος … Dictionary of Greek
σαρακιάρικος — η, ο / σαρακιάρικος, η, ον, ΝΜ σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρακας + κατάλ. ιάρικος (< κατάλ. ιάρης), πρβλ. ψωρ ιάρικος] … Dictionary of Greek
σητόβρωτος — η, ο / σητόβρωτος, ον, ΝΜΑ φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυό βρωτος] … Dictionary of Greek
σητόκοπος — ον, Α σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] … Dictionary of Greek